Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

ANGELS (Robbie Williams' song)

                                                       ANGELS (Robbie Williams' song)  

Aγαπημένο τραγούδι από έναν πολυαγαπημένο τραγουδιστή που πέρασε πολλά. Ο δικός του άγγελος, όμως, δεν τον άφησε να χαθεί. Εδώ και λίγες μέρες βρίσκεται στην αγκαλιά του με τη μορφή της λατρεμένης του κορούλας... Υπάρχουν ακόμα άγγελοι, Robbie... Sing for them...

"Angels" is a song originally part written by uncredited Irish songwriter, Ray Heffernan and covered by Robbie Williams. Williams and Guy Chambers were subsequently credited as "joint co-writers" and the song was released as a single in December 1997.[1] It became the singer's biggest selling single and has been voted the best song of the past 25 years at the BRIT Awards.

 

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

«Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό. Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.»

Ο σπουδαίος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 – 18 Μαρτίου 1996, Νόμπελ Λογοτεχνίας 1979), ο «Ποιητής του Αιγαίου», αγάπησε και τίμησε την Ελλάδα με τα ηλιοφώτιστα ποιήματά του!

Οδυσσέας Ελύτης

Ο Αύγουστος

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά

Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε

Πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε

Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε

Κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά

Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

(Τα Ρω του Έρωτα, Ο. Ελύτης, εκδ. Ίκαρος)

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

To καλοκαίρι που θέλω να ξεχάσω


Το καλοκαίρι που θέλω να ξεχάσω

Καλοκαίρι του 1990. Μεσημέρι Ιουλίου. Η Αθήνα καμίνι! Η ζέστη, ανυπόφορη, βαραίνει τα βλέφαρα και τραβάει τα ταλαιπωρημένα κορμιά μας στο μυστηριώδες μονοπάτι του ύπνου.

Μόνο που αυτή τη φορά κανείς μες στο σπίτι δε θέλει να κοιμηθεί. Κανείς δε θέλει να παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Κανείς δε θέλει να κλείσει τα μάτια του και να ονειρευτεί. Για την οικογένειά μου, τα όνειρα -αυτό το δύσκολο και αιφνιδιαστικά αδιέξοδο καλοκαίρι- μετατράπηκαν σε εφιάλτες! Μετατράπηκαν σε ανθρωπόμορφα τέρατα που παραμονεύουν, στη γωνιά του δρόμου, τα ιδρωμένα μας κορμιά και τις πονεμένες ψυχές μας για να τις κατασπαράξουν.

«Κανένα έλεος;» «Κανένα έλεος, πια;» Ακούγεται να λέει η φωνή της μάνας μου από την κουζίνα, που νωρίς σήμερα το πρωί έχει μάθει τα κακά μαντάτα για το ανίψι  και βαφτιστήρι της.

 «17 χρονών παλικαράκι ο Λευτέρης μας, 17 χρονών η καρδιά μου, το πρωτότοκο του αδελφού μου! Γιατί σ’ αυτούς, γιατί αυτή η τρελοαρρώστια; Κανένα έλεος, κανένα;»

«Τι έλεος, βρε μάνα, να δείξει η τρέλα; Κι αν είχε έλεος, γιατί να το δείξει στο Λευτέρη μας; Χρωστάει σε κανέναν η τρέλα; Μην ακούς αυτά που λένε… Ούτε στο Λευτέρη χρωστάει, ούτε στη Μιχαλού…»

«Καταλαβαίνεις, κορίτσι μου, τρελάθηκε το παιδί μας! Αυτό μου είπε η μάνα του, κλαίγοντας με αναφιλητά και μου έδωσε το θείο σου για να μου εξηγήσει τι ακριβώς τους συνέβη. Το παιδί, λέει, είχε πάει στο σπίτι ενός φίλου του, μαζί με άλλους τρεις συμμαθητές του κι εκεί που έβλεπαν μια ταινία στην τηλεόραση και άρχισαν να χαζογελάνε, σηκώθηκε ο Λευτέρης μας και…»

«Φτάνει, μάνα, το έχω ακούσει εφτά χιλιάδες φορές από το πρωί…. πως σηκώθηκε ο Λευτέρης μας, άρχισε να φωνάζει και έχωσε μια μπουνιά στην τζαμαρία της πόρτας, κάνοντάς την κομμάτια! Κι από τότε έχει θολώσει το μάτι του και τον έχουν μεταφέρει στο νοσοκομείο. Είδες το έχω μάθει απ’ έξω πια! Άλλη μια φορά να τ’ ακούσω και θα χώσω κι εγώ μπουνιά στην τζαμόπορτα του μπαλκονιού.»

Αυτή η συνομιλία με τη μάνα μου επαναλαμβανόταν, ίδια κι απαράλλαχτη, για τέσσερις ολόκληρες μέρες, μέχρι που έφεραν το παιδί από τη Νάξο στην Αθήνα για περαιτέρω εξετάσεις, όπως μας είπαν. Ένα αντράκι 17 ετών καστανόξανθο, ψηλό, γεροδεμένο, που μέχρι πριν τρεις μήνες χαιρόσουνα να το βλέπεις και να τ’ ακούς! Μιλούσε για το σχολείο, καθώς ήταν άριστος μαθητής, για τους φίλους που είχε αρκετούς, για τις αθλητικές του επιδόσεις, που του είχαν χαρίσει πολλές φορές πανκυκλαδικές πρωτιές και χρυσά μετάλλια σε αγώνες. Μας έλεγε, γελώντας πάντα,  για τη μάνα του, που τον άγχωνε με το διάβασμα, για τη γιαγιά του, που τον κυνηγούσε -μονίμως-  μ’ ένα μπουφάν στο χέρι, αλλά και για τον πατέρα του που  υπεραγαπούσε κι ας του θύμωνε κάποιες φορές για τον εθισμό του στη χαρτοπαιξία, έναν εθισμό, όμως, που στάθηκε μοιραίος γι’ αυτό το ταλαίπωρο πλάσμα. Έναν εθισμό που έκανε τη μάνα του να εξοργίζεται, να τα βάζει με τη μοίρα της, να κλαίει τα βράδια σιωπηλά και αμέτρητες φορές να τσακώνεται με τον πατέρα του και ν’ ακούγονται οι φωνές τους σ’ όλη τη γειτονιά, κάνοντας τον  Λευτέρη να κλείνει τ’ αυτιά του με το μαξιλάρι και να θέλει να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Κάνοντας αυτό το ευαίσθητο πλάσμα, που βρισκόταν στην εφηβεία, στην πιο ζόρικη ηλικία του ανθρώπου, να μην ξέρει πώς ν’ αντιδράσει, πώς να ξεφύγει από τ’ αδιέξοδα προβλήματά του και πώς ν’ αντιμετωπίσει συγγενείς, φίλους, γειτονιά, που χρόνια γνώριζαν το βάσανο της οικογένειας, αλλά χαμογελούσαν συγκαταβατικά και παρέμεναν σιωπηλοί.

Τώρα θα μου πει κάποιος πως αναζητώ αιτίες για το κακό. Αναζητώ να ρίξω το φταίξιμο στον «ελαττωματικό» πατέρα και στην πονεμένη μάνα, που είχε αγκιστρωθεί επάνω στο γιο της. Στη μάνα που πατούσε επάνω στις ευαισθησίες του παιδιού της και παρηγορούνταν με τη γλυκιά και υπάκουη συμπεριφορά του, μια συμπεριφορά που ντυνόταν τα ρούχα του αγοριού και άφηνε τον πατέρα γυμνό αλλά ήσυχο. Μια συμπεριφορά που μετέτρεπε τη δόλια μάνα από άβουλο θύμα σε ανελέητο θύτη για το βλαστάρι της κι εκείνο, μη θέλοντας ν’ αντιδράσει, καταλαβαίνοντας το καημό του γονιού του, ανέβαινε αμίλητο το Γολγοθά του.

Και φέρνουν τον Λευτέρη στην Αθήνα. Ένα πλάσμα χαμένο που δεν το χωράει ο τόπος. Μένει μαζί μας για λίγο μέχρι να βγει η διάγνωση. Κλειδώνουμε τις πόρτες γιατί θέλει συνέχεια να φεύγει, να τρέχει, να χάνεται… Να χάνεται απ’ όλους κι απ’ όλα χωρίς να μπορεί, όμως, να βρει την ηρεμία και τη γαλήνη που του λείπει. Την ηρεμία και τη γαλήνη που δε βρήκε ποτέ στο σπίτι του, αφού όλοι τον έβλεπαν σαν το καλό και δυνατό παιδί στον αντίποδα του άσωτου και ανίσχυρου πατέρα.

Και η διάγνωση… σχιζοφρένεια! Ο Λευτέρης μεταφέρεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Εκεί μένει μερικές εβδομάδες, κάνοντας συγκεκριμένη θεραπεία με ισχυρά φάρμακα που τον κρατούν ήρεμο… Φυτό, θα έλεγα εγώ, καθώς η λάμψη απ’ τα μάτια χάνεται και το βλέμμα, κενό πια, κοιτάζει άνευρο, άχρωμο… Χωρίς πνοή, χωρίς ψυχή!

Τον επισκέπτομαι αρκετές φορές από τότε, φορές που δε θα ξεχάσω ποτέ! Βλέμματα, σώματα, λέξεις, ανάγκη για ενδιαφέρον και ανθρώπινη επικοινωνία από πλάσματα ξεχασμένα από Θεό και ανθρώπους, θαρρείς… Από νέα παιδιά που το μυαλό τους δε στάθηκε αντάξιο της ψυχής τους, αντάξιο της ευαισθησίας τους και χωρίς κανένα οίκτο τα πρόδωσε.

Όποτε πήγαινα να δω τον Λευτέρη, να πούμε μια κουβέντα, να περπατήσουμε στον κήπο, να χαμογελάσουμε -όσο γινόταν-, κοιτώντας τις νεαρές νοσοκόμες, μαζεύονταν γύρω μας κι άλλα παιδιά, αποζητώντας την προσοχή.

Με κοίταζαν μ’ εκείνο το επίμονο, απλανές βλέμμα και με ρώταγαν όλα όσα δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να ρωτήσουν τους γιατρούς και τους νοσηλευτές, εκεί μέσα.

Με τη Μαρίνα, ένα μελαχρινό, ψηλόλιγνο κορίτσι από την Άμφισσα, που κάθε φορά που πήγαινα ερχόταν με ορμή να με αγκαλιάσει, καθώς της έλειπαν οι γονείς της που δεν έμεναν Αθήνα, είχαμε γίνει κολλητές πια. Την πρώτη φορά που με είδε με ρώτησε αν φοράω μάσκαρα, αφού της είχαν κάνει εντύπωση -όπως μου είπε- οι έντονες βλεφαρίδες μου. Στο τέλος του επισκεπτηρίου μού ζήτησε να της φέρω καλλυντικά, την επόμενη φορά που θα ερχόμουν, λέγοντάς μου χαρακτηριστικά: «Ξέρεις, Αγγελική, εδώ μέσα δε μ’ αφήνουν να βάφομαι, γι’ αυτό μην το πεις σε κανέναν. Θα είναι το μυστικό μας! Εντάξει;»

«Εντάξει, Μαρινάκι, μη σε νοιάζει, θα προσπαθήσω να σου φέρω!» Της απάντησα, κουνώντας το κεφάλι και αγκαλιάζοντάς την τρυφερά. Σπουδαίο πράγμα η αγκαλιά γι’ αυτά τα παιδιά, όπως και για όλα τα παιδιά του κόσμου!

Ο Στέλιος, πάλι, παλικαράκι 16 χρονών, ήταν συχνά μαζί με το Λευτέρη και μου ζήταγε να του φέρω σοκολάτες με γεύση φράουλα. «Αυτές, αυτές, Αγγελική, είναι οι αγαπημένες μου! Μην το ξεχάσεις! Θα τις φάμε μαζί με το Λευτέρη, οι δυο μας! Σε κανέναν άλλον δε θα δώσω, μόνο στο Λευτέρη, γιατί τον αγαπάω! Είναι φίλος μου και θα είμαστε φίλοι για πάντα!»

Και το εννοούσε ο Στέλιος το «για πάντα». Το εννοούσε…

Όταν μετά από καιρό, μετέφεραν το Λευτέρη από το «Σωτηρία» στο «Σινούρη», ο Στέλιος αρνιόταν να πάρει τα φάρμακά του, δεν ήθελε να βλέπει κανέναν, δεν ήθελε να τρώει, ούτε να κοιμάται. Ήθελε να πάει μαζί με το φίλο του! Το φίλο του «για πάντα!» Μα η κακιά αρρώστια που τους ένωσε, η ίδια αυτή τους χώρισε!

Ο Λευτέρης πέρασε αρκετούς μήνες στο Σινούρη. Μήνες που ήταν πολύ δύσκολοι για εκείνον και την οικογένειά μας… Μήνες που μας φάνηκαν αιώνες… Μήνες που γέρασαν τη μάνα του, έριξαν στο κρεβάτι τη γιαγιά του και αρρώστησαν βαριά τον πατέρα του… Μήνες θλιβεροί και αδιέξοδοι…

Πήγα και στο «Σινούρη» να τον δω… Εκεί, όμως, το παιδί ήταν πολύ καταβεβλημένο από τη βαριά φαρμακευτική αγωγή που του χορηγούσαν. Ούτε μίλαγε πολύ, ούτε χαμογελούσε. Μέναμε βουβοί για αρκετή ώρα, κοιτώντας τους μελαγχολικούς, άδειους τοίχους και τις μεταλλικές καρέκλες των επισκεπτών. Μια μέρα με ρώτησε για το Στέλιο, το φίλο του. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω… Είχα μάθει, βέβαια, πόσο άσχημα περνούσε χωρίς το Λευτέρη, αλλά δεν τόλμησα να του το πω. Του είπα πως είναι καλά και πως του πηγαίνω -πού και πού- τις αγαπημένες του σοκολάτες.

Ώσπου, κάποια μέρα, σταμάτησα να τον επισκέπτομαι. Η κατατονία του, το κενό του βλέμμα, η απάθεια που έδειχνε προς όλους και όλα -απόρροια των φαρμάκων- με πλήγωναν, μ’ έκαναν ν’ ασφυκτιώ, να μην μπορώ να πάρω ανάσα μέσα στο αποπνικτικό, χλωμό και θλιμμένο θεραπευτήριο.

Κι ο καιρός πέρασε… Κι ο Λευτέρης πήρε εξιτήριο… Λαβωμένος βαθιά αλλά νικητής, αφού ξαναβγήκε στη ζωή. Πάντα, βέβαια, με τα φάρμακά του.

 Μ’ αυτά θα μάθει να ζει! Αυτά θα έχει φίλους! Αυτά θα έχει εχθρούς!

  Σήμερα, μετά από 22 χρόνια, το παιδί  -άνδρας πλέον-  ζει στη Νάξο μαζί με τη μητέρα του. Παίρνει πάντα φάρμακα, περπατάει πολύ, νοιάζεται και ρωτάει για όλους μας και πάντα χαμογελάει όταν του μιλάς για τον αγαπημένο του Ολυμπιακό.

«Θα έρθω, Αγγελική, στην Αθήνα, να πάμε στο γήπεδο, να δούμε την ομαδάρα μας, παρέα! Τον πρωταθλητή μας!» Μ’ αυτά τα λόγια με αποχαιρέτησε το Πάσχα που έφευγα από το νησί.

Να έρθεις, Λευτέρη μου, να έρθεις! Και να ξέρεις, για μένα εσύ είσαι ο πρωταθλητής, εσύ είσαι ο ήρωας, όσα χρόνια κι αν περάσουν…


Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Τα εσώρουχα του Μπέκαμ... μπροστά στα μάτια μου!


Τα εσώρουχα του Μπέκαμ… μπροστά στα μάτια μου!

Τετάρτη βράδυ... Έχω πάρει τα πατατάκια μου -εννοείται… τα ψητά, αυτά που λένε πως δεν παχαίνουν! Τι σόι γυναίκα θα ήμουν, αλλιώς; Βουλιάζω στον καναπέ μου και περιμένω ν’ αρχίσει το αγαπημένο μου σίριαλ!  Το κουδούνι χτυπάει!

 «Τέτοιες ώρες επισκέψεις δεν είναι κι ό,τι καλύτερο! Και δεν έχω και τι να τους τρατάρω!» σκέφτομαι βαριεστημένα. Ανοίγω την πόρτα και μπροστά μου βλέπω την ξαδέλφη μου τη Φλώρα και τον αρραβωνιαστικό της το Νικόλα.

«Καλώς τα παιδιά! Πώς από δω τέτοια ώρα;»

«Γεια σου, ξαδερφούλα! Να μωρέ, είπαμε να περάσουμε να δούμε τι κάνεις και να τα πούμε λίγο!»

«Καθίστε, Φλώρα μου, καθίστε! Μόνο που θέλω να παρακολουθήσω ένα σίριαλ που παίζει τώρα και θα τα λέμε κιόλας! Εντάξει;»

«Ξαδερφούλα… Ξέρεις, μωρέ… Ο Νικόλας θέλει να δει λίγο μπάλα… Παίζει αυτή την ώρα  στο άλλο κανάλι η αγαπημένη του ομάδα!»

«Ας δει, Φλώρα μου! Έχει και στην κουζίνα τηλεόραση, ωραιότατη!»

«Μα… στην κουζίνα θα καθίσει μόνος του!»

«Και τι θα πάθει, Φλώρα μου; Θα κινδυνεύσει απ’ τα ζαρζαβατικά ή απ’ τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας;»

 Κοινώς, μου είχαν ανάψει τα λαμπάκια!! Αυτή την ιερή στιγμή της βραδινής ξεκούρασης, που την περίμενα όλη την ημέρα, ήρθε να μου τη χαλάσει ο… Πικέ και οι φίλοι του! Τώρα -βέβαια-  αν ερχόταν ο Πικέ… μόνος του, χωρίς φίλους και φυσικά χωρίς τη Σακίρα, θα ήταν διαφορετικά! Δεν θα δυσανασχετούσα καθόλου! Αντιθέτως, θα έβλεπα μαζί του όλα τα ματς κι ας δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω το διαιτητή από τους παίχτες!

«Αγγελική μου, μ’ ακούς που μιλάω; Μπορεί ο Νικόλας να δει μαζί μας τον αγώνα;»

«Τι να πω;  ΟΚ! Μπορεί!»

Ο οποίος Νικόλας είχε ήδη καθίσει στον καναπέ και απολάμβανε το ματς! Η Φλώρα πήγε κοντά του, τον αγκάλιασε τρυφερά  κι εγώ κάθισα να φάω τα πατατάκια μου που ήταν πλέον η παρηγοριά μου!

Ώσπου συμβαίνει αυτό που κάθε γυναίκα, που τυχαίνει να παρακολουθεί ποδόσφαιρο, θα χαιρόταν να συμβεί! Δυο παίχτες αρχίζουν να τσακώνονται μεταξύ τους και ο ένας -ακούστε ακούστε!- κατεβάζει με δύναμη το σορτσάκι του αντιπάλου και βλέπουμε όλοι το ωραιότατο -αλά Μπέκαμ- εσώρουχό του!

«Κοίτα εκεί! Κοίτα εκεί τι γίνεται! Τσακώνονται οι γελοίοι!»

«Γιατί, Νικόλα, το λες αυτό;» του είπα,  καθώς είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό και τα πατατάκια μού είχαν πέσει στο πάτωμα!

« Τώρα απέκτησε ενδιαφέρον ο αγώνας! Τώρα έγινε συναρπαστικός! Κι αν δεν φορούσε και εσώρουχο;  Θα ζούσαμε μεγάλες στιγμές εμείς τα κορίτσια που… τυχαίνει να παρακολουθούμε ποδόσφαιρο!»

 Γιατί για κάτι τέτοιες φοβερές στιγμές δεν βλέπουμε μπάλα, φίλες μου; Για να δούμε να βγάζουν οι παίχτες τις φανέλες τους στο τέλος του αγώνα και να χορεύουν μπροστά στα μάτια μας οι γραμμωμένοι κοιλιακοί, που μοιάζουν λες και βγήκαν από photoshop! Ή για μια στιγμή σαν κι αυτή, που καταλαβαίνεις την αξία του ακριβού εσωρούχου που διαφημίζει ο ωραίος Ντέιβιντ Μπέκαμ! Και που άλλο -βέβαια- να το φοράει ο Μπέκαμ και άλλο ο φίλος μας με τις μπιροκοιλιές και τα 15 κιλά παραπάνω στο… τέως αγαλματένιο σώμα του!

Πολύ το εκτίμησα το συγκεκριμένο άθλημα! Μα πάρα πολύ!!!












Άρτος και... ποδοσφαιρικά θεάματα!


Άρτος και... ποδοσφαιρικά θεάματα!

Κυριακή πρωί! Ηλιόλουστο το ανοιξιάτικο πρωινό! Πίνω το καφεδάκι μου, τρώω το κέικ καρότου που μου έφερε η σπιτονοικοκυρά μου και ρίχνω και μια ματιά στην αγαπημένη μου κυριακάτικη εφημερίδα! Το μάτι μου πέφτει σε μια κριτική θεάτρου όπου η συγκεκριμένη παράσταση εκθιάζεται από τον κριτικό!

«Να πάτε οπωσδήποτε να την παρακολουθήσετε! Είναι η παράσταση του χειμώνα!» Αυτό διαβάζω στην εφημερίδα και αυτόματα θυμάμαι πως κάπου έχω δυο προσκλήσεις για το γνωστό αυτό θεατρικό έργο που -μάλλον- δεν πρέπει να χάσω!

Ψάχνω στην τσάντα μου, στα συρτάρια του κομοδίνου, στις τσέπες του παλτού μου και τελικά τις βρίσκω... δίπλα στη noisette! Γελάτε;;; Ό,τι ψάχνω τελευταία, δίπλα στη noisette το βρίσκω... Πότε δε λείπουν τα σοκολατάκια από το σπίτι μου! Ποτέ!

Δεν υπονοώ τίποτα! Μεταξύ μας, όμως, θα προτιμούσα να μην έλειπε ποτέ ένας άνδρας από αυτό το σπίτι! ΕΝΑΣ άνδρας, επαναλαμβάνω! ΕΝΑΣ! Όσο για το γλυκό, βρίσκεται πολύ πιο εύκολα από το... αρσενικό που ψάχνει η αφεντιά μου τα τελευταία χρόνια! Κάτι σε χιουμορίστα, έξυπνο, όμορφο, τρυφερό και σκληρό όταν χρειάζεται, με τρόπους αλλά και μαγκιά, γυμνασμένο όχι βέβαια φουσκωτό σάς βρίσκεται εύκαιρο;

ΓΥΜΝΑΣΜΕΝΟ!!! Σκέφτηκα τη μαγική λέξη και αυτόματα μου ήρθε στο μυαλό το πρόσωπο του Παύλου! Το πρόσωπό του είπα! Όχι οι κοιλιακοί του, που -δε λέω- είναι χάρμα ιδέσθαι!

Ναι! Ο Παύλος από το γυμναστήριο! Αυτόν θα καλέσω για να πάμε μαζί στο θέατρο! Είναι καλό παιδί και έξυπνος! Όσες φορές έχουμε μιλήσει δείχνει να ενδιαφέρεται για μένα!

Αμέσως παίρνω τηλέφωνο και τον καλώ να πάμε στην απογευματινή παράσταση!

«Σήμερα το απόγευμα;» με ρωτάει. «Ξέρεις... παίζει η αγαπημένη μου ομάδα μπάλα και έχω ήδη κανονίσει να δω τον αγώνα στο σπίτι ενός φίλου! Δεν πειράζει, όμως, θα έρθω στο θέατρο μαζί σου! Θέλω πολύ να βγούμε παρέα!»

Μια χαρά, λοιπόν! Θέατρο με τον ωραίο Παύλο από το γυμναστήριο, που ούτε το επίθετό του ξέρω, ούτε τη δουλειά κάνει γνωρίζω! Εντάξει... δε σκάω κι όλας! Θα τα μάθω όλα απόψε!

Θεέ μου! Πότε πήγε τέσσερις και δεν το κατάλαβα; Πάω να ετοιμαστώ, να γίνω μία κούκλα!

Πέντε ακριβώς και το κουδούνι κτυπάει επίμονα! Κατεβαίνω στολισμένη, μακιγιαρισμένη, χτενισμένη -κούκλα βιτρίνας! Ήθελα να τον εντυπωσιάσω, βλέπετε!

Πρώτο ραντεβού, το ήμιση του παντός! Ανοίγω, ψιλοτρέμοντας από την αγωνία μου -έχω να βγω με άνδρα από τη γιορτή μου, Νοέμβρη μήνα! Τότε, μ’ ένα γνωστό της Έλσας βγήκαμε «τυφλό ραντεβού» και καταλήξαμε να τσακωθούμε για τα πολιτικά και κάναμε να μιλήσουμε στην Έλσα πάνω από ένα μήνα! «Τυφλό ραντεβού» και βλακείες! Τώρα, τουλάχιστον, ξέρω με ποιον βγαίνω!

«Καλησπέρα, Αγγελική! Ουάου! Είσαι εκθαμβωτική μ’ αυτό το μαύρο φόρεμα!»

«Σ’ ευχαριστώ! Μήπως θα έπρεπε να ντυθώ πιο απλά; Μήπως να πάω να βγάλω τις... 10ποντες γόβες;»

«Όχι, όχι!  Είσαι υπέροχη! Πάμε τώρα;»

«Ναι και βέβαια! Φύγαμε! Κι εσύ είσαι πολύ όμορφος μ’ αυτό το δερμάτινο σακάκι! Στο είπα; Δε στο είπα! Είσαι... κούκλος!»

Μπαίνουμε στ’ αυτοκίνητο και ξεκινάμε. Η διαδρομή για το θέατρο λίγο μακρινή, μιας και κατεβαίνουμε από τα βόρεια προάστια στο κέντρο της Αθήνας! Ακούμε  μουσική από το ράδιο, ώσπου ο Παύλος με ρωτάει «Θα σε πείραζε ν’ ακούσω λίγο τον ματς μέχρι να φτάσουμε;»

«Εννοείται πως δε με πειράζει! Άκουσε ό,τι θες!» Από μέσα μου, βέβαια, έλεγα άλλα... «Δε με παρατάς κι εσύ και η μπάλα σου Κυριακάτικα! Η μουσική δεν είναι καλή, η κουβέντα μας για την ανακύκλωση δεν είναι ενδιαφέρουσα, η παρέα μαζί μου  -μια κούκλα ζωντανή- με 10ποντα και μίνι δεν είναι η ομορφότερη; Τι το θες τότε, Χριστιανέ μου, το γήπεδο με τις αγριοφωνάρες των φιλάθλων και τους σουρεάλ σχολιασμούς; Άκου εκεί... «ο μάγος της στρογγυλής θεάς!» Εδώ είναι η θεά, αγόρι μου, δίπλα σου και όχι ολοστρόγγυλη σαν κεφτές, αλλά με καμπύλες σαν ζουμερή γυναίκα!»

«Φτάσαμε, Αγγελική μου! Μπες μέσα εσύ κι εγώ παρκάρω κι έρχομαι!»

Μπαίνω μέσα εγώ, κάθομαι και περιμένω τον καλό μου! Χτυπάει το πρώτο κουδούνι, το δεύτερο κουδούνι και το τρίτο! Τα φώτα κλείνουν και εκείνος κατεβαίνει την πλατεία του θεάτρου τρέχοντας και κάθεται δίπλα μου χαμογελώντας και κάνοντας μου νόημα να μη μιλάω γιατί άρχισε το θεατρικό!

Το έργο υπέροχο! Συγκινητικό, ανθρώπινο, αγωνιώδες, με έξυπνο χιούμορ!

«Σου αρέσει;» τον ρωτάω. Δεν μου απαντάει. Μάλλον θα έχει απορροφηθεί από την πλοκή! Σκέφτηκα...

«Η μητέρα του πρωταγωνιστή δεν παίζει καταπληκτικά;» τον ξαναρωτάω. Πάλι δεν παίρνω απάντηση. Βρε απορρόφηση! Ξανασκέφτηκα...

Κι έρχεται η στιγμή που το δράμα κορυφώνεται! Η μάνα προσπαθεί να σώσει το γιο  από τους αδίστακτους που τον κυνηγούν, ο γιος αγωνίζεται να ξεφύγει, η κόρη κλαίει και οδύρεται, ο πατέρας εξαφανίζεται και μέσα στο θεατρικό πανδαιμόνιο ακούγεται η φωνή του Παύλου να φωνάζει... ΓΚΟΛ! ΓΚΟΛ! ΓΚΟΛ!

«Παύλο, τόση ώρα που σε ρωτούσα και δεν απαντούσες άκουγες με τ’ ακουστικά τον αγώνα;» Δεν υπάρχετε, εσείς οι άνδρες! Άρτος και... ποδοσφαιρικά θεάματα! Βρε, αυτή η στρογγυλή θεά! Σκληρή ανταγωνίστρια αποδεικνύεται! Πολύ σκληρή, κορίτσια!!
















Τα απομεινάρια μιας μέρας... της Γυναίκας!


 Τα απομεινάρια μιας μέρας... της Γυναίκας!

Θα σπάσει το κεφάλι μου απ’ τον πονοκέφαλο! Τρεις μέρες τώρα! Τι σόι hangover είναι αυτό; Μα τι ήπια η γυναίκα και δεν το κατάλαβα; Φοβάμαι πως αν ανοίξω την τηλεόραση σε κανένα τούρκικο σίριαλ, θα περπατιέται ο Βόσπορος, δε θα ταξιδεύεται... Τόσο ήπια!  Όλο το Βόσπορο... μα όλο!!

Τι  βραδιά κι αυτή! Βγήκαμε έξω, η Κατερίνα, η Έλσα, η Πέγκυ και εγώ! Θέλαμε να γιορτάσουμε -τρομάρα μας!- τη μέρα της γυναίκας! Λες και η γυναίκα είναι είδος που εκλείπει χρόνο με το χρόνο και μαζευόμαστε όλες οι... τσουράπες και μετριόμαστε για να δούμε πόσες ήρθαμε φέτος και να πιούμε στην υγεία μας!

Από νωρίς το απόγευμα ξεκίνησαν οι ετοιμασίες! Να πάμε κομμωτήριο, να βρούμε τι θα φορέσουμε, να ταιριάξουμε την τσάντα με το παπούτσι, το κραγιόν με το ρουζ, τα σκουλαρίκια με το κρεμαστό... Ουφ! Ούτε νύφες! Λιγότερη προετοιμασία κάνουν! Και ο λόγος; Ο γαμπρός έχει ήδη βρεθεί και περιμένει εδώ και μισή ώρα στα σκαλιά της εκκλησίας! Ενώ εμείς -ξανά μανά τρομάρα μας!- νομίζουμε ότι θ’ ανταμώσουμε το ταίρι μας εν μέσω καπνών, μπουζουκικών ιαχών,  και λάγνων τσιφτετελιών πάνω σε 10ποντες γόβες!

Ξεκινήσαμε, λοιπόν, για τη νυχτερινή μας έξοδο. Φτάσαμε και αφού δώσαμε το κλειδί του αυτοκινήτου στον παρκαδόρο, κοιταχτήκαμε όλο νόημα και είπαμε  ψιθυριστά «Τι κούκλος είναι αυτός!» Σχετικό, βέβαια, το «κούκλος» για τέσσερις γυναίκες που έχουν να κάνουν σχέση από την εποχή του... Ονούρ και της Σεχραζάτ! Τι να κάνω; Ο Βόσπορος που ήπια φταίει και θυμήθηκα πάλι την τουρκιά!

Μπήκαμε στο μαγαζί, συνάμενες - κουνάμενες, τινάζοντας τα μαλλιά και ταυτόχρονα βολιδοσκοπώντας με μάτια - ραντάρ όλο τον ανδρικό πληθυσμό γύρω γύρω! Λίγοι άνδρες, βέβαια, υπήρχαν! Τέτοια μέρα οι γυναίκες είναι πάντα περισσότερες! Παίρνουμε μαζικά το ρεπό μας, από τη σημαία, όμως, πλέον!

Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι στη γωνία -σιγά μη μας έδιναν και το πρώτο τραπέζι πίστα- και παραγγείλαμε ένα μπουκάλι κρασί, που σύντομα έγινε δεύτερο και μετά από δυο τρία απανωτά τσιφτετέλια ήρθαν και τα κερασμένα σφινάκια από τα όμορφα αγόρια του απέναντι τραπεζιού! Χορεύαμε, κοιτάζαμε, πίναμε, ξαναχορεύαμε, ξανακοιτάζαμε και ξαναπίναμε... Όλη νύχτα, μέχρι το ξημέρωμα...

Το μακιγιάζ έλιωσε, τα χτενίσματα χάλασαν, τα καλσόν τρύπησαν,  τα πόδια πόνεσαν, τα μάτια έτσουξαν... τα ονόματα των αγοριών «απέναντι» δε μαθεύτηκαν ποτέ!! Είμαι σίγουρη πως βρίσκονταν σε μυστική αποστολή... Κάπως πρέπει κι εγώ να παρηγορηθώ, η γυναίκα! Δεν μπορεί! Ήταν σε μυστική αποστολή! Τέσσερις άντρακλες και να μη ρωτήσει κανείς τ’ όνομά μας;; Τι να τα κάνω τα κεράσματα;; Ντίρλα έφυγα από το μαγαζί, με πονοκέφαλο είμαι τρεις μέρες κι ένα όνομα, ένα τηλέφωνο, δε μου ζήτησε κανείς!!

«Μα πού πήγαν όλοι οι άνδρες, Κατερίνα μου;»

«Στα έλεγα εγώ, Αγγελική μου, πριν λίγο καιρό... Δε στα έλεγα; Δεν υπάρχουν πια!»

Μάλλον, ο τελευταίος άνδρας ήταν ο Ονούρ! Κι αυτός πήγε κι ερωτεύτηκε τη Σεχραζάτ! Και μετά έγιναν σίριαλ! Αμ δε, που θα ξαναβγώ του χρόνου! Σπίτι μου, στον καναπέ μου! Κανένα καλό τούρκικο σίριαλ, φίλες μου;;


Άνδρας είναι... θα περάσει!


Άνδρας είναι… θα περάσει!

Η Κατερίνα, η κολλητή μου, μού τηλεφώνησε -κλαίγοντας-, χτες στις 3 τα ξημερώματα!

«Δεν υπάρχουν άνδρες, φιλενάδα! Δεν υπάρχουν σου λέω! Κι αν… υποθέσουμε πως υπάρχουν, μας δουλεύουν ψιλό γαζί!»

«Μα τι λες γλυκιά μου; Ποιοι άνδρες; Πού δεν υπάρχουν; Γιατί τηλεφωνάς μες στην άγρια νύχτα; Τι είμαι, κανένα βαμπίρ; (Ξέρετε τώρα, από εκείνα τα ωραία στις αμερικάνικες ταινίες…) Τι είμαι, Κατερίνα μου, βαμπίρ και δεν βγαίνω το πρωί στον ήλιο μη γίνω κάρβουνο για προσάναμμα  barbeque

«Αχ! Αγγελικούλα μου! Τα έχει μ’ έμενα και με μια άλλη! Κοινώς… με απατά!»

«Σε απατά; Το ξέρει η άλλη; Κι αυτήν την απατά… με την αφεντιά σου!»

«Αγγελική!! Σοβαρέψου! Για μένα μιλάμε, τη φίλη σου!»

«Τι να σοβαρευτώ, κορίτσι μου γλυκό; Όταν τα έφτιαχνες μαζί του δεν το φανταζόσουν; Δεν το ψυλλιαζόσουν; Δεν το… ψυχανεμιζόσουν; Ο κ. Τεστοστερόνη -εκείνο το βράδυ στο μπαρ- είχε κατέβει στον πλανήτη γη και έψαχνε την Κατερίνα με το μαύρο τσαντάκι και το πεινασμένο για σχέση μάτι! Ο τύπος «φώναζε» από μακριά πως αυτός είναι ο άνδρας που θα χαρίσει -σε όποια κερδίσει αυτό το κελεπούρι- την πιο αξέχαστη νύχτα της ζωής της! Μια νύχτα να θυμάται και να διηγείται!»

«Όχι, όχι, φιλενάδα! Δεν το φανταζόμουν!»

«Δεν ήθελες να το φανταστείς, γλυκιά μου! Γιατί εμείς οι γυναίκες μπορεί να έχουμε απύθμενη φαντασία για όλα, πλην των γκόμενών μας! Εκεί η φαντασία μας είναι περιορισμένης εμβέλειας. Μέχρι το… πρακτορείο Προπό, ας πούμε. Και μας ακούς να λέμε: « Πού πας αγάπη μου; Για καφέ με τον Γιάννη; ΟΚ! Θα περιμένω τηλεφώνημά σου!» Και ο Γιάννης, Κατερίνα μου, είναι… η Γιάννα από το γραφείο! Εκείνη η ψηλοκάπουλη «Σουηδέζα», κάτι μεταξύ Ούμα Θέρμαν και σερβιτόρας σε ελληνικό νησί το καλοκαίρι, που ξέμεινε από ευρώ και αναγκάστηκε να δουλεύει στην ταβέρνα του Μανώλη του ψαρά, που τυχαίνει να έχουν και σχέση και έτσι τρώει και κοιμάται τσάμπα!»

«Φιλενάδα… που δεν σε βλέπω ακόμα για πολύ, δεν αντέχω τις αλλοπρόσαλλες ιστορίες σου! Έχω τον πόνο μου κι εσύ MOY τι λες κι από πάνω! Give me a break, please

«Μωρέ, είτε break σού δώσω είτε lacta, τι θ’ αλλάξει; Γι’ αυτό… πάμε για ύπνο, Κατερίνα, πάμε ν’ αλλάξουμε ζωή, ο φίλος σου να σε λατρεύει, να μη γυρίζει άλλη να δει. Οι άντρες να ‘ναι μες στα χάδια, για μας μονάχα να μιλούν, άλλη να μη γλυκοκοιτάζουν, εμάς να θέλουν, να ποθούν!»

Ένα τραγουδάκι για «όνειρα γλυκά», Κατερίνες μου!


Μανικιούρ, Πετικιούρ και το δεξί πόδι της Τζολί


Μανικιούρ, Πετικιούρ και το δεξί πόδι της Τζολί.

29 Φεβρουαρίου προχτές! Μια τέτοια μέρα κάθε τέσσερα χρόνια! Φαντάσου να έχεις γεννηθεί αυτή τη συγκεκριμένη ημερομηνία  και να περιμένεις με τεράστια χαρά να γιορτάσεις κι εσύ γενέθλια, όπως κάνει όλος ο υπόλοιπος κόσμος μια φορά το χρόνο.

Κουδούνι ακούω! Ανοίγω με  τον  καφέ στο χέρι έτοιμη να τον προσφέρω σ’ όποιον δω στην πόρτα μου, να τον πάρει και να τον πιει οπουδήποτε αλλού -στο κοντινό παρκάκι, στο πεζοδρόμιο- εκτός από το δικό μου σπίτι, μαζί μου! Όπως καταλαβαίνετε ξύπνησα στραβά και μου φταίει ακόμα και το είδωλό μου στον καθρέφτη.

Στην πόρτα η Έλσα, φίλη από την παλιά μου δουλειά. Ναι!! Κάποτε δουλεύαμε, όπως σίγουρα ξέρετε! Ξυπνούσαμε πρωί, ντυνόμαστε, βαφόμαστε, γεμίζαμε την τεράστια γυναικεία τσάντα μας με οτιδήποτε μπορεί να βάλει ο νους, από καλλυντικά μέχρι… δεύτερο ζευγάρι παπούτσια  -αν δουλεύαμε μέχρι αργά και μας καλούσαν μετά για ένα ποτό, με τις μπαλαρίνες θα πηγαίναμε; Όχι, βέβαια! Κλασικές γυναίκες, λοιπόν, με μυαλό και σώμα παντός καιρού!

«Τι θέλεις, βρε Έλσα, πρωί πρωί!»

«Καλημέρα, λένε οι άνθρωποι πρώτα! Μετά αρχίζουν τα «μπινελίκια»!

«Ωραία! Καλημέρα! Πες μου τώρα τι τρέχει!»

«Έχω γενέθλια σήμερα, το ξέχασες;»

«Να ζήσεις, κοριτσάκι μου! Να ζήσεις! Συγγνώμη που σ’ έπιασα απ’ τα μούτρα, αλλά… είμαι κάπως!»

«Άντε, σε συγχωρώ! Στην κάνω τη χάρη! Θέλω, όμως, τη βοήθειά σου και την παρέα σου!»

«Για λέγε! Κι αν μπορώ, ευχαρίστως!»

«Θέλω να τηλεφωνήσεις  στο κομμωτήριό σου για να πάω σήμερα για γενικό σέρβις. Βαφή, χτένισμα, μανικιούρ, πετικιούρ και χαλάουα.»

«Μα σήμερα όλα αυτά; Θα έχουν ώρα;  Ώρες, ήθελα να πω, γιατί ένα γενικό ρεκτιφιέ το χρειάζεσαι!»

«Έλα, έλα Αγγελικούλα μου! Η άβαφη ρίζα στο μαλλί έχει κατέβει μέχρι τ’ αυτιά! Είμαι πλέον μισή μελαχρινή, μισή ξανθιά! Μισή μαύρη, μισή κίτρινη! Προχτές ο ανιψιός μου μού είπε με ύφος Έλενας Ακρίτα στον ΑΔΥΝΑΜΟ ΚΡΙΚΟ «Θεία, είσαι ο αδύναμος κρίκος! Οι Απόκριες πέρασαν  και δεν φοράμε πια περούκες! Ειδικά της ΑΕΚ που απ’ όσο ξέρω τη μισείς, μιας και ο πρώην σου ήταν φανατικός της κιτρινόμαυρης ομάδας!» Ακούς τι μου είπε, το συγγενικό μου… τέρας; Με κορόιδευε κι από πάνω!  Έλα, έλα  κοριτσάκι μου, πάρε  τηλέφωνο, please

«Δεν παίρνω κανένα τηλέφωνο! Πάω να ντυθώ και φύγαμε για κομμωτήριο!»

Στο κομμωτήριο μάς υποδέχτηκαν με τιμές ολυμπιονίκη! Με την αναδουλειά που υπάρχει, όταν τους ενημέρωσε η Έλσα τι ήθελε να κάνει και μέρα καθημερινή… κοινώς πόσα λεφτά θα τους άφηνε στο τέλος, μόνο χορευτικό δεν έκαναν για να μας ευχαριστήσουν!

Άρχισε, λοιπόν, η ανακατασκευή της Έλσας! Μαλλί, νύχι, φρύδι και φτάνουμε στο πόδι! Στο ένα πόδι, στο δεξί καλό μας πόδι! Η αισθητικός κάνει τη δουλειά της και η Έλσα ανυπομονεί για τη βραδινή της έξοδο με το ωραίο, μαύρο της μάξι φόρεμα. Ξαφνικά ακούμε φωνές από το δωμάτιο της αισθητικού! Η κοπέλα έχει διπλωθεί στο πάτωμα από τους πόνους, η Έλσα την κοιτάζει απορημένη, όπως όλες μας, μέχρι που η υπεύθυνη του κομμωτηρίου την παίρνει και την πάει στο νοσοκομείο! Οξεία σκωληκοειδίτιδα η διάγνωση!

«Αγγελική, τι θα κάνω τώρα, όσο κι αν κλαίω δεν αλλάζει τίποτα! Το δεξί μου πόδι άτριχο σαν ποπός μωρού και το αριστερό μου…»

«Το αριστερό σου τριχωτό σαν… ποπός μωρού αρκούδας! Μην κλαίς γλυκιά μου! Θα είσαι η ομορφότερη και η καλύτερη απόψε! Θα είσαι η Ελληνίδα Αντζελίνα  Τζολί! Το δεξί πόδι έξω από το φουστάνι, το αριστερό καλά κρυμμένο μέσα! Ούτως ή άλλως πάντα ακολουθούσες τη μόδα. Τώρα θα την ακολουθήσεις… κατά πόδας! Πιο μέσα στη μόδα δεν γίνεται!»








Πίτσες, Λαμέ και Εurovision


Πίτσες, Λαμέ και Εurovision

Βραδιά Eurovision η χθεσινή, φίλοι μου! Ο πρώτος ημιτελικός μάς χτύπησε την πόρτα, φορώντας τα λαμέ και τα χρυσά του, ντυμένος λίγο σαν… σέξι καρνάβαλος και χοροπηδώντας σαν  τρομαγμένη μπαλαρίνα, που πρώτη φορά ανεβαίνει στη σκηνή έχοντας στο νου της να μαγέψει το πλήθος!

Χρόνια τώρα παρακολουθώ με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού το ευρωπαϊκό αυτό φεστιβάλ και παρόλο που δεν φημίζεται για την ποιότητα των τραγουδιών του, κάθε Μάη  μήνα, αδημονώ γι’ αυτές τις τρεις φαντασμαγορικές βραδιές! Αυτές τις λίγο trash, λίγο αχταρμά βραδιές, όπου οι πούλιες μπερδεύονται με τις βάτες, το Moulin Rouge με τη Madonna, οι μπαλάντες με τις ροκιές και τα φτερά τραβολογιούνται με τα πούπουλα!

Πάντα θυμάμαι να στρογγυλοκάθομαι με την οικογένειά μου στον καναπέ του σαλονιού, να μασουλάω την σπιτική τυρόπιτα της μητέρας μου, να σημειώνω σε χαρτάκια τα τραγούδια που ξεχώριζα και να μουρμουράω όλη την επόμενη μέρα τη  μελωδία που χαράχτηκε πιο έντονα στη μνήμη μου! Κάθε τέτοιες μέρες ο «Τζένγκις Χαν», της Γερμανίας του ’79, κάνει κατάληψη στην κουζίνα μου! Ο Τζόνι Λόγκαν μού αφιερώνει γονυπετής το «Hold me now», ο «Τσάρλι Τσάπλιν» χορεύει το «Ώτο Στοπ» στην αγκαλιά της Άννας Βίσση και ο «Σωκράτης, ο Σούπερ Σταρ» μιλάει για την «Ελλάδα, τη χώρα του φωτός» στους άγριους χορευτές της Ρουσλάνα!

Έτσι και χτες, τη βραδιά του πρώτου ημιτελικού, το σπίτι μας θύμιζε παιδικό πάρτι! Βέβαια, τα κεφτεδάκια και η τυρόπιτα της μαμάς μου -γιαγιά πλέον- είχαν αντικατασταθεί με δύο μεγάλες πίτσες και η τηλεόραση έπαιζε τόσο δυνατά που μας έλειπε η ντισκόμπαλα για ν’ αρχίσουμε να κόβουμε εισιτήρια, καλώντας τους γείτονες στη δική μας αυτοσχέδια disco!

Ξεκινάνε τα τραγούδια και αρχίζουν να πέφτουν τα πρώτα γέλια, μαζί με αχνές προβλέψεις…

«Παιδιά, η Ισλανδία μ’ αρέσει!», είπα, απευθυνόμενη στα παιδάκια μου.

Η Ισλανδία, βέβαια, είχε ένα σκιαχτικό τραγουδιστή με  το γουρλωμένο βλέμμα του πεινασμένου βρικόλακα στις μεταμεσονύχτιες ταινίες φρίκης!

Τι να πρωτοπώ για τις στραφταλιζέ κυρίες της Λετονίας!! Μετά από το φιλανθρωπικό γκαλά, είπαν να έρθουν να μας πουν κι ένα τραγουδάκι… Αφού ήρθαν στο τσακίρ κέφι, το χόρεψαν, κιόλας, με ύφος και στυλ μανεκέν σε επίδειξη ρούχων στη μοναδική καφετέρια της Πάνω Ραχούλας!

«Μαμά, μαμά, κοίτα τη φοράει η Αλβανίδα τραγουδίστρια!»

Τώρα εγώ πώς να το περιγράψω αυτό το ντύσιμο, αυτό το στυλ;; Ένα μπορώ να πω… «Όταν έκλαψε ο Γκοτιέ αντικρίζοντας το διαστημικό ρούχο με το κεφάλι σφηκοφωλιά!» Μπορεί να τον τσίμπησε και καμιά σφήκα… Ποτέ δεν ξέρεις…

«Χριστέ και Κύριε!», αναφώνησα βλέποντας το support τραγουδιστή της Ρουμανίας με την πίπιζα! Κάτι μεταξύ Michael Jackson και Grace Jones!

Kαι μετά ήρθαν οι… ευρωπαίες ξαδέλφες της Kim Kardashian! H Βελγίδα ήταν και ανήλικη… Παιδική εργασία! Ντροπή, Eurovision! Πώς το επέτρεψες αυτό;;

Το αποκορύφωμα;; Η deja vu συμμετοχή του Ισραήλ!! O τραγουδιστής με τον κρίκο στ’ αυτί και τις φαβορίτες (σίγουρα θαυμαστής του Σταμάτη Κόκοτα) μάς τραγούδησε μαζί με το τρελό παρεάκι-τσίρκουλο το «Αχ! κουνελάκι, κουνελάκι» σε ρυθμό χοροπηδηχτό!

Αγαπημένοι οι ευχούληδες της Ιρλανδίας! Φταίει, μάλλον, που αγαπάω την κέλτικη μουσική τους παράδοση, τον Johnny Logan και τους U2!

Άψογα και τα δικά μας κορίτσια, η Ελευθερία και η Ήβη, γιατί άμα δεν παινέσεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει…




Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Στην ταινία του Γούντι Άλλεν "Μεσάνυχτα στο Παρίσι" ο (οινο)πνευματώδης, κοσμογυρισμένος, μοναδικός συνομιλητής και εμπνευσμένος συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουεϊ λέει στο ρομαντικό νεαρό άνδρα "Έκανες ποτέ έρωτα με μια αληθινά σπουδαία γυναίκα που όταν της κάνεις έρωτα νιώθεις αληθινό, όμορφο πάθος και τουλάχιστον εκείνη την ώρα παύεις να φοβάσαι το θάνατο;;
Πιστεύω ότι η αληθινή αγάπη διώχνει μακριά το θάνατο! Δειλός νιώθεις αν δεν αγαπάς ή δεν αγαπάς πολύ, που είναι το ίδιο! Ο γενναίος άνδρας κοιτάζει το θάνατο κατάματα, όπως οι κυνηγοί ρινόκερων ή οι γενναίοι ταυρομάχοι, που επειδή αγαπούν με τόσο πάθος βγάζουν το θάνατο από τη σκέψη τους, μέχρι να ξαναγυρίσει, όπως συμβαίνει με όλους μας! Άρα, λοιπόν, πρέπει να κάνεις ξανά πολύ καλό έρωτα! Σκέψου το!"










Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Στα Κύματα - ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΝΟΣ

Κοχύλια από το Αιγαίο

Κοχύλια από το Αιγαίο

Δυο κοχύλια απ' το Αιγαίο
κολυμπάνε στα βαθιά,
θέλουνε να ταξιδέψουν
δε γυρίζουν στη στεριά.

Θέλουνε να δούνε χώρες,
θάλασσες, μικρές γοργόνες,
θέλουν να γευτούνε μπόρες
από άγριους κυκλώνες.

Δε φοβούνται, δε δειλιάζουν,
η ζωή είναι ταξίδι,
δε γυρίζουν στο λιμάνι,
έχουνε σαλπάρει ήδη.

Άκουσαν πως στην Ινδία
τα κοράλια έχουν χρώμα,
είναι κόκκινα, γαλάζια
και αλλάζουν κάθε γιόμα.

Άκουσαν πως τα δελφίνια
τραγουδάνε και χορεύουν,
άκουσαν πως οι γοργόνες
σαν Σειρήνες σε μαγεύουν.

Ιστορίες; Παραμύθια;
 Κι η αλήθεια μες στη μέση!
Και τη θέλουν τα κοχύλια
στο μουράγιο τους να δέσει.

Ζαλιστήκαν απ' το κύμα,
νύσταξαν απ' την αλμύρα
κι όμως δεν το βάζουν κάτω,
πολεμάνε με τη μοίρα.

Ψάχνουν πέρα απ' το Αιγαίο
για όλα αυτά που 'χουν ακούσει.
Μα... δε βρίσκουνε γοργόνες,
μόνο βράχια, φύκια, πούσι.

Κολυμπάνε κουρασμένα,
νοσταλγούνε την Ελλάδα.
Τώρα μάθαν, τώρα ξέρουν
πως το Αιγαίο είναι ζαλάδα!

Μια γλυκιά, γλυκιά ζαλάδα
σαν τον ύπνο μεσημέρι.
Πώς θα 'θέλαν να 'ρθει κάποιος
να τα πάρει από το χέρι!

Να τα πάει πάλι πίσω
στου Αιγαίου την αγκάλη.
Αυτή είναι η θάλασσά τους
και καμία, καμιά άλλη!

Κι ήρθε! Να ένα ψαράκι!
"Θα σας δείξω εγώ το δρόμο,
μη φοβάστε, δεν πειράζει,
το ταξίδι φτάνει μόνο!

Κι αν δε βρήκατε Νηρηίδες,
δελφινάκια και κυκλώνες,
κάνατε ένα ταξίδι
που θα μείνει στους αιώνες.

Θα το λέτε στα παιδιά σας,
στους ανέμους και στους ήλιους.
Το ταξίδι σας μετράει
κι η επιστροφή στους φίλους!"


(Αθήνα, 1996)








  


Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Paradise - COLDPLAY

Μικρή Πριγκίπισσα

Μικρή Πριγκίπισσα

'Ηταν σαν μικρή πριγκίπισσα
μες στο ροζ το φουστανάκι
που με δύο μάτια βρόχινα
έψαχνε για βατραχάκι.

Φόραγε τα δαχτυλίδια της
που γυαλίζαν και θαμπώναν
κι έπαιζε παιχνίδια του έρωτα
με ματιές που μαχαιρώναν.

Έπιανε τα μαγουλάκια της
μια από ντροπή και μια από νάζι
κι όταν κοίταζε επίμονα
έλαμπε σαν μαγικό τοπάζι.

Φίλησε χιλιάδες πριγκιπόπουλα
που έμοιαζαν με  πράσινα βατράχια
κι έδειξε σε πάμπολλους τις χάρες της
ψάχνοντας αγάπες μες στα βράχια.

'Ητανε μικρή, μα όμως πανέμορφη
σαν πυγολαμπίδα στο ποτάμι,
που όμως τα νερά του τήνε πνίξανε
κι όλη η ζωή πήγε χαράμι.

Χτες, ξανά την είδα που τριγύρναγε,
ρώταγε να βρει τον πρίγκιπά της...
τρύπιο ήταν το ροζ φορεματάκι της
ξέπλεκα τα καστανά μαλλιά της.

Πάνω στα αχνά τα μαγουλάκια της
κάθονταν τα δάκρυα σαν ζαφείρια,
σκόρπισαν οι χάντρες της στο πάτωμα
σπάσαν οι ελπίδες σαν ποτήρια.


(Θεσσαλονίκη, 2006)







Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

All The Pretty Little Horses - CALEXICO

Βραδιά Καρναβαλιού

Βραδιά Καρναβαλιού

Ήταν βραδιά Καρναβαλιού
χτύπησες νευρικά την πόρτα,
ντυμένος ήσουν του κουτιού
λαχτάραγες να πάμε βόλτα.

Σου άνοιξα μ' ένα θυμό
δεν ήξερα αν θέλω να 'ρθω,
βαρέθηκα να προσπαθώ
και ν' αγαπώ για να υπάρχω.

Επέμενες όμως πολύ
δεν έφευγες αν δεν ερχόμουν,
τα λόγια στάζανε χολή
τα  χείλη που έσφιγγες... ματώνουν.

Μία στολή βρήκα παλιά
αερικό ή μπαλαρίνα,
δεν τη θυμάμαι τώρα πια
ξεθώριασαν όλα εκείνα.

Ούτε θυμάμαι τη γιορτή
περπάταγα χωρίς πυξίδα,
πάντα μ' οδήγαγες εσύ
να φύγω δεν υπήρχε ελπίδα.

Όλα τριγύρω ήταν θολά
μάσκες, κοστούμια ένα κουβάρι,
μα ξάφνου το μυαλό ξυπνά
ξεκαθαρίζει και φρενάρει.

Γυρίζει πίσω στα τρελά
τα όνειρα που 'χε ξεχάσει
ξαναθυμάται τα παλιά
και τρέχει κάτι να προφτάσει.

Πετάει μάσκες και στολές
πετάει ψεύτικα γελάκια,
η Σταχτοπούτα του χορού
σκοτίστηκε για τα γοβάκια.

Ήταν βραδιά Καρναβαλιού
στο δρόμο δυνατό το κρύο,
έφυγα μόνη μου γι' αλλού
κι ας με πονούσε το αντίο.


(Αθήνα... )







Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

The Outsiders

Ο Ανδρέας

Ο Ανδρέας

Είχε δυο σημάδια από τατού
 στο δεξί του χέρι το αντρίκιο
κι όταν τσακωνόταν για το δίκιο,
φώναζε και τα 'δειχνε παντού.

Έπλαθε ταξίδια με το νου,
έλεγε θα φύγει γι' άλλες χώρες
κι όταν τον μουσκεύανε οι μπόρες,
η καρδιά του σάλπαρε γι' αλλού.

Όλοι τον περνούσαν για τρελό
επειδή είχε όνειρα μεγάλα,
μα ο Ανδρέας ζούσε τη ζωή
περιμένοντας καράβια άλλα.

Ήταν ταξιδιάρικο πουλί
που δεν είχε πουθενά λιμάνι
κι όταν τον κουράζανε πολύ,
έτρεχε να φύγει σαν αλάνι.

Μα ήτανε παιδί μες στην ψυχή του
και κανείς δεν το 'χε καταλάβει
κι όταν τυραννούσαν τη ζωή του,
πέταγε για μακρινά πελάγη.



(Αθήνα, 1995)


Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Εκείνο Το Καλοκαίρι

Γλυκόπικρο Κρασί

Γλυκόπικρο Κρασί

Γλυκόπικρο κρασί
και μια ζωή μισή
χωρίς την παρουσία σου.

Γλυκόπικρο κρασί
σε μια αμμουδιά χρυσή
μετράω την απουσία σου.

Η θάλασσα γυμνή
το βράχο προκαλεί
κι εγώ ζητάω άφεση.

Αμάρτησα πολύ
ζητώντας το φιλί
που μου 'ταξε η Λάχεση.

Σε έψαξα μακριά,
ανοίγοντας πανιά
για μέρη αταξίδευτα.

Σε έψαξα παντού,
μαζί καρδιά και νου,
με όνειρα ακήδευτα.

Σε βρήκα να πονάς,
τους γλάρους να κοιτάς
μ' ένα γιατί στο βλέμμα σου.

Η θάλασσα χλωμή
κι η θλίψη δυνατή
γέμιζε κάθε έγνοια σου.

Σε φίλησα απαλά
στα γκρίζα σου μαλλιά
και χάιδεψα την αύρα σου.

Γλυκόπικρο κρασί
μάς κέρασε η ζωή
και έσβησε το διάβα σου.



(Μάης, 2000)






Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

BLUE VALENTINE

Κάποιο Βροχερό Βράδυ

Κάποιο Βροχερό Βράδυ

Είναι το βράδυ βροχερό
και το καράβι έχει φύγει,
σάλπαρε με κακό καιρό
μα η ανάγκη πάντα επείγει.

Τελειώσαν οι πολλές δουλειές
κι η μάνα στέκεται στο τζάμι.
Τι περιμένει; Τι θωρεί;
Μα η απάντηση δεν φτάνει.

Η κόρη γράφει του σχολειού
μαθήματα που δεν κατέχει,
μα ο νους της είναι στ' αγοριού,
η αγάπη είναι που αντέχει.

Πατέρας, γιος μιαν αγκαλιά
στο τζάκι πίνουν και γελάνε,
τραγούδια λέν' απ' τα παλιά
κι οι φλέβες έντονα χτυπάνε.

Είναι το βράδυ βροχερό
όπως εκείνο πριν δυο χρόνια,
"αγάπη" σ' έλεγα -θαρρώ-
και τυλιγόμουν στα σεντόνια.

Μαζί σου γέλαγα πολύ
μα κι έκλαιγα όταν φοβόμουν.
Σε ποιον αξίζει να πονά
και οι νυχτιές να τον στοιχειώνουν;

Σαλπάρω τώρα και εγώ
μ' εκείνο το παλιό βαπόρι,
το κοριτσάκι απ' το νησί
θα ψάξει του σχολειού τ' αγόρι.



(Αθήνα, 2009)