Το καλοκαίρι
που θέλω να ξεχάσω
Καλοκαίρι
του 1990. Μεσημέρι Ιουλίου. Η Αθήνα καμίνι! Η ζέστη, ανυπόφορη, βαραίνει τα
βλέφαρα και τραβάει τα ταλαιπωρημένα κορμιά μας στο μυστηριώδες μονοπάτι του
ύπνου.
Μόνο που
αυτή τη φορά κανείς μες στο σπίτι δε θέλει να κοιμηθεί. Κανείς δε θέλει να
παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Κανείς δε θέλει να κλείσει τα μάτια του και
να ονειρευτεί. Για την οικογένειά μου, τα όνειρα -αυτό το δύσκολο και αιφνιδιαστικά
αδιέξοδο καλοκαίρι- μετατράπηκαν σε εφιάλτες! Μετατράπηκαν σε ανθρωπόμορφα
τέρατα που παραμονεύουν, στη γωνιά του δρόμου, τα ιδρωμένα μας κορμιά και τις
πονεμένες ψυχές μας για να τις κατασπαράξουν.
«Κανένα
έλεος;» «Κανένα έλεος, πια;» Ακούγεται να λέει η φωνή της μάνας μου από την
κουζίνα, που νωρίς σήμερα το πρωί έχει μάθει τα κακά μαντάτα για το ανίψι και βαφτιστήρι της.
«17 χρονών παλικαράκι ο Λευτέρης μας, 17
χρονών η καρδιά μου, το πρωτότοκο του αδελφού μου! Γιατί σ’ αυτούς, γιατί αυτή
η τρελοαρρώστια; Κανένα έλεος, κανένα;»
«Τι έλεος,
βρε μάνα, να δείξει η τρέλα; Κι αν είχε έλεος, γιατί να το δείξει στο Λευτέρη
μας; Χρωστάει σε κανέναν η τρέλα; Μην ακούς αυτά που λένε… Ούτε στο Λευτέρη
χρωστάει, ούτε στη Μιχαλού…»
«Καταλαβαίνεις,
κορίτσι μου, τρελάθηκε το παιδί μας! Αυτό μου είπε η μάνα του, κλαίγοντας με
αναφιλητά και μου έδωσε το θείο σου για να μου εξηγήσει τι ακριβώς τους συνέβη.
Το παιδί, λέει, είχε πάει στο σπίτι ενός φίλου του, μαζί με άλλους τρεις
συμμαθητές του κι εκεί που έβλεπαν μια ταινία στην τηλεόραση και άρχισαν να
χαζογελάνε, σηκώθηκε ο Λευτέρης μας και…»
«Φτάνει, μάνα,
το έχω ακούσει εφτά χιλιάδες φορές από το πρωί…. πως σηκώθηκε ο Λευτέρης μας,
άρχισε να φωνάζει και έχωσε μια μπουνιά στην τζαμαρία της πόρτας, κάνοντάς την
κομμάτια! Κι από τότε έχει θολώσει το μάτι του και τον έχουν μεταφέρει στο
νοσοκομείο. Είδες το έχω μάθει απ’ έξω πια! Άλλη μια φορά να τ’ ακούσω και θα
χώσω κι εγώ μπουνιά στην τζαμόπορτα του μπαλκονιού.»
Αυτή η
συνομιλία με τη μάνα μου επαναλαμβανόταν, ίδια κι απαράλλαχτη, για τέσσερις
ολόκληρες μέρες, μέχρι που έφεραν το παιδί από τη Νάξο στην Αθήνα για περαιτέρω
εξετάσεις, όπως μας είπαν. Ένα αντράκι 17 ετών καστανόξανθο, ψηλό, γεροδεμένο,
που μέχρι πριν τρεις μήνες χαιρόσουνα να το βλέπεις και να τ’ ακούς! Μιλούσε
για το σχολείο, καθώς ήταν άριστος μαθητής, για τους φίλους που είχε αρκετούς,
για τις αθλητικές του επιδόσεις, που του είχαν χαρίσει πολλές φορές πανκυκλαδικές
πρωτιές και χρυσά μετάλλια σε αγώνες. Μας έλεγε, γελώντας πάντα, για τη μάνα του, που τον άγχωνε με το
διάβασμα, για τη γιαγιά του, που τον κυνηγούσε -μονίμως- μ’ ένα μπουφάν στο χέρι, αλλά και για τον
πατέρα του που υπεραγαπούσε κι ας του
θύμωνε κάποιες φορές για τον εθισμό του στη χαρτοπαιξία, έναν εθισμό, όμως, που
στάθηκε μοιραίος γι’ αυτό το ταλαίπωρο πλάσμα. Έναν εθισμό που έκανε τη μάνα
του να εξοργίζεται, να τα βάζει με τη μοίρα της, να κλαίει τα βράδια σιωπηλά
και αμέτρητες φορές να τσακώνεται με τον πατέρα του και ν’ ακούγονται οι φωνές
τους σ’ όλη τη γειτονιά, κάνοντας τον Λευτέρη να κλείνει τ’ αυτιά του με το μαξιλάρι
και να θέλει να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Κάνοντας αυτό το ευαίσθητο
πλάσμα, που βρισκόταν στην εφηβεία, στην πιο ζόρικη ηλικία του ανθρώπου, να μην
ξέρει πώς ν’ αντιδράσει, πώς να ξεφύγει από τ’ αδιέξοδα προβλήματά του και πώς
ν’ αντιμετωπίσει συγγενείς, φίλους, γειτονιά, που χρόνια γνώριζαν το βάσανο της
οικογένειας, αλλά χαμογελούσαν συγκαταβατικά και παρέμεναν σιωπηλοί.
Τώρα θα μου
πει κάποιος πως αναζητώ αιτίες για το κακό. Αναζητώ να ρίξω το φταίξιμο στον
«ελαττωματικό» πατέρα και στην πονεμένη μάνα, που είχε αγκιστρωθεί επάνω στο
γιο της. Στη μάνα που πατούσε επάνω στις ευαισθησίες του παιδιού της και
παρηγορούνταν με τη γλυκιά και υπάκουη συμπεριφορά του, μια συμπεριφορά που
ντυνόταν τα ρούχα του αγοριού και άφηνε τον πατέρα γυμνό αλλά ήσυχο. Μια
συμπεριφορά που μετέτρεπε τη δόλια μάνα από άβουλο θύμα σε ανελέητο θύτη για το
βλαστάρι της κι εκείνο, μη θέλοντας ν’ αντιδράσει, καταλαβαίνοντας το καημό του
γονιού του, ανέβαινε αμίλητο το Γολγοθά του.
Και φέρνουν
τον Λευτέρη στην Αθήνα. Ένα πλάσμα χαμένο που δεν το χωράει ο τόπος. Μένει μαζί
μας για λίγο μέχρι να βγει η διάγνωση. Κλειδώνουμε τις πόρτες γιατί θέλει
συνέχεια να φεύγει, να τρέχει, να χάνεται… Να χάνεται απ’ όλους κι απ’ όλα
χωρίς να μπορεί, όμως, να βρει την ηρεμία και τη γαλήνη που του λείπει. Την
ηρεμία και τη γαλήνη που δε βρήκε ποτέ στο σπίτι του, αφού όλοι τον έβλεπαν σαν
το καλό και δυνατό παιδί στον αντίποδα του άσωτου και ανίσχυρου πατέρα.
Και η
διάγνωση… σχιζοφρένεια! Ο Λευτέρης μεταφέρεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Εκεί
μένει μερικές εβδομάδες, κάνοντας συγκεκριμένη θεραπεία με ισχυρά φάρμακα που
τον κρατούν ήρεμο… Φυτό, θα έλεγα εγώ, καθώς η λάμψη απ’ τα μάτια χάνεται και
το βλέμμα, κενό πια, κοιτάζει άνευρο, άχρωμο… Χωρίς πνοή, χωρίς ψυχή!
Τον επισκέπτομαι
αρκετές φορές από τότε, φορές που δε θα ξεχάσω ποτέ! Βλέμματα, σώματα, λέξεις,
ανάγκη για ενδιαφέρον και ανθρώπινη επικοινωνία από πλάσματα ξεχασμένα από Θεό
και ανθρώπους, θαρρείς… Από νέα παιδιά που το μυαλό τους δε στάθηκε αντάξιο της
ψυχής τους, αντάξιο της ευαισθησίας τους και χωρίς κανένα οίκτο τα πρόδωσε.
Όποτε
πήγαινα να δω τον Λευτέρη, να πούμε μια κουβέντα, να περπατήσουμε στον κήπο, να
χαμογελάσουμε -όσο γινόταν-, κοιτώντας τις νεαρές νοσοκόμες, μαζεύονταν γύρω
μας κι άλλα παιδιά, αποζητώντας την προσοχή.
Με κοίταζαν
μ’ εκείνο το επίμονο, απλανές βλέμμα και με ρώταγαν όλα όσα δεν μπορούσαν ή δεν
ήθελαν να ρωτήσουν τους γιατρούς και τους νοσηλευτές, εκεί μέσα.
Με τη
Μαρίνα, ένα μελαχρινό, ψηλόλιγνο κορίτσι από την Άμφισσα, που κάθε φορά που
πήγαινα ερχόταν με ορμή να με αγκαλιάσει, καθώς της έλειπαν οι γονείς της που
δεν έμεναν Αθήνα, είχαμε γίνει κολλητές πια. Την πρώτη φορά που με είδε με
ρώτησε αν φοράω μάσκαρα, αφού της είχαν κάνει εντύπωση -όπως μου είπε- οι
έντονες βλεφαρίδες μου. Στο τέλος του επισκεπτηρίου μού ζήτησε να της φέρω
καλλυντικά, την επόμενη φορά που θα ερχόμουν, λέγοντάς μου χαρακτηριστικά: «Ξέρεις,
Αγγελική, εδώ μέσα δε μ’ αφήνουν να βάφομαι, γι’ αυτό μην το πεις σε κανέναν. Θα
είναι το μυστικό μας! Εντάξει;»
«Εντάξει,
Μαρινάκι, μη σε νοιάζει, θα προσπαθήσω να σου φέρω!» Της απάντησα, κουνώντας το
κεφάλι και αγκαλιάζοντάς την τρυφερά. Σπουδαίο πράγμα η αγκαλιά γι’ αυτά τα
παιδιά, όπως και για όλα τα παιδιά του κόσμου!
Ο Στέλιος,
πάλι, παλικαράκι 16 χρονών, ήταν συχνά μαζί με το Λευτέρη και μου ζήταγε να του
φέρω σοκολάτες με γεύση φράουλα. «Αυτές, αυτές, Αγγελική, είναι οι αγαπημένες
μου! Μην το ξεχάσεις! Θα τις φάμε μαζί με το Λευτέρη, οι δυο μας! Σε κανέναν
άλλον δε θα δώσω, μόνο στο Λευτέρη, γιατί τον αγαπάω! Είναι φίλος μου και θα
είμαστε φίλοι για πάντα!»
Και το
εννοούσε ο Στέλιος το «για πάντα». Το εννοούσε…
Όταν μετά
από καιρό, μετέφεραν το Λευτέρη από το «Σωτηρία» στο «Σινούρη», ο Στέλιος
αρνιόταν να πάρει τα φάρμακά του, δεν ήθελε να βλέπει κανέναν, δεν ήθελε να
τρώει, ούτε να κοιμάται. Ήθελε να πάει μαζί με το φίλο του! Το φίλο του «για
πάντα!» Μα η κακιά αρρώστια που τους ένωσε, η ίδια αυτή τους χώρισε!
Ο Λευτέρης
πέρασε αρκετούς μήνες στο Σινούρη. Μήνες που ήταν πολύ δύσκολοι για εκείνον και
την οικογένειά μας… Μήνες που μας φάνηκαν αιώνες… Μήνες που γέρασαν τη μάνα
του, έριξαν στο κρεβάτι τη γιαγιά του και αρρώστησαν βαριά τον πατέρα του…
Μήνες θλιβεροί και αδιέξοδοι…
Πήγα και στο
«Σινούρη» να τον δω… Εκεί, όμως, το παιδί ήταν πολύ καταβεβλημένο από τη βαριά
φαρμακευτική αγωγή που του χορηγούσαν. Ούτε μίλαγε πολύ, ούτε χαμογελούσε.
Μέναμε βουβοί για αρκετή ώρα, κοιτώντας τους μελαγχολικούς, άδειους τοίχους και
τις μεταλλικές καρέκλες των επισκεπτών. Μια μέρα με ρώτησε για το Στέλιο, το
φίλο του. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω… Είχα μάθει, βέβαια, πόσο άσχημα
περνούσε χωρίς το Λευτέρη, αλλά δεν τόλμησα να του το πω. Του είπα πως είναι
καλά και πως του πηγαίνω -πού και πού- τις αγαπημένες του σοκολάτες.
Ώσπου, κάποια
μέρα, σταμάτησα να τον επισκέπτομαι. Η κατατονία του, το κενό του βλέμμα, η
απάθεια που έδειχνε προς όλους και όλα -απόρροια των φαρμάκων- με πλήγωναν, μ’
έκαναν ν’ ασφυκτιώ, να μην μπορώ να πάρω ανάσα μέσα στο αποπνικτικό, χλωμό και
θλιμμένο θεραπευτήριο.
Κι ο καιρός
πέρασε… Κι ο Λευτέρης πήρε εξιτήριο… Λαβωμένος βαθιά αλλά νικητής, αφού
ξαναβγήκε στη ζωή. Πάντα, βέβαια, με τα φάρμακά του.
Μ’ αυτά θα μάθει να ζει! Αυτά θα έχει φίλους!
Αυτά θα έχει εχθρούς!
Σήμερα,
μετά από 22 χρόνια, το παιδί -άνδρας
πλέον- ζει στη Νάξο μαζί με τη μητέρα
του. Παίρνει πάντα φάρμακα, περπατάει πολύ, νοιάζεται και ρωτάει για όλους μας
και πάντα χαμογελάει όταν του μιλάς για τον αγαπημένο του Ολυμπιακό.
«Θα έρθω,
Αγγελική, στην Αθήνα, να πάμε στο γήπεδο, να δούμε την ομαδάρα μας, παρέα! Τον
πρωταθλητή μας!» Μ’ αυτά τα λόγια με αποχαιρέτησε το Πάσχα που έφευγα από το
νησί.
Να έρθεις,
Λευτέρη μου, να έρθεις! Και να ξέρεις, για μένα εσύ είσαι ο πρωταθλητής, εσύ
είσαι ο ήρωας, όσα χρόνια κι αν περάσουν…